βούκοινο
Βούκοινο, § πάγκοινον ἐξ οὗ καὶ ἡ παροιμία ὅλοι τὤχουν βούκοινο, κ᾿ ἐμεῖς κρυφὸ μυστήριο.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἐπιτατ. βου καὶ κοινόν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Βούκοινο, § πάγκοινον ἐξ οὗ καὶ ἡ παροιμία ὅλοι τὤχουν βούκοινο, κ᾿ ἐμεῖς κρυφὸ μυστήριο.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἐπιτατ. βου καὶ κοινόν.