βολτάρω 26 Δεκ, 2016 Β 0 Σχόλια 0 Βολτάρω (Ἰ. voltare) = στρέφω, περιφέρομαι, περιπατῶ, ἱστιοπλοῶ πλαγιοδρομικῶς.