βωλοδέρνει
Βασανίζεται (κάποιος), ταλαιπωρείται. Από το βώλος (του οργανωμένου χωραφιού, ο σβώλος του Φωτεινού του Βαλαωρίτη) και το ρήμα δέρνω. Εικόνα από τη δύσκολη γεωργική ζωή. Σχετικό, μάλλον ανάλογο, και το βωλοκοπώ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Βασανίζεται (κάποιος), ταλαιπωρείται. Από το βώλος (του οργανωμένου χωραφιού, ο σβώλος του Φωτεινού του Βαλαωρίτη) και το ρήμα δέρνω. Εικόνα από τη δύσκολη γεωργική ζωή. Σχετικό, μάλλον ανάλογο, και το βωλοκοπώ.