βολιός (ο)
σωρός λιθαριών στα χωράφια, αμπέλια κ.λ.π.
Όταν γίνεται τακτοποίηση του κτήματος ή όταν σκάβουν (ξεχωνιάζουν) βαθειά για να φυτέψουν αμπέλι.
Τότε όλες τις πέτρες που βρίσκουν κατά το σκάψιμο, τις σωριάζουν σε μια γωνιά και κάνουν βολιό. Μεταφορικά στους ανθρώπους σημαίνει: βαρετός, μη δραστήριος, τεμπέλης: “Είναι ένας βολιός και μισός. Βαριέται να κουνήσει τα χέρια του” – “Έγιν΄κε βολιός …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βολιὸς /ὁ/ (βολή, βάλλω) = συλλογὴ λιθαριῶν εἰς τὸ ἔδαφος, λιθορριπή.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βολιός (ὁ): κωνικός σωρός ἀπό μαζεμένες πέτρες σέ πετρώδη κτήματα για νά γίνεται εὐχερής ἡ καλλιέργειά τους, (ἴδε βόλος).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Βολιός = κωνικός σωρός ἀπό μαζεμένες πέτρες σέ πετρώδη χτήματα γιά νά γίνεται εὐχερής ἡ καλλιέργειά του.