Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βολεί (τρίτο πρόσωπο)

επιτρέπεται, χωράει, ευκολύνει.
“Δε βολεί να περάσεις;” – “Δε με βολεί να διαβώ φορτωμένος, είναι στενωσά”. “Είναι τόσος κόσμος που δε βολεί να ρίξεις βελόνι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βολεῖ (εὐ-βολεῖ) = χωρεῖ, ἐπιτρέπεται: «βολεῖ νὰ διαβῆς, δὲ βολεῖ νὰ παντρευτῆς πρώτη ξαδέρφη».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Η λέξη στο γ΄ ενικό πρόσωπο ή όπως το λέει η γραμματική απρόσωπο. Αποδίδεται: είναι βολικό, εύκολο ή χωράει. Συνήθως σε αρνητική μορφή. “Δε βολεί να περάσεις”. Προέρχεται από το αρχαίο ευβολέω-βολώ.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Βολεῖ = 1. χωράει, δέν βολεῖ, δέν χωράει, δέν ὑπάρχει μέρος, δέν βολεῖ νά βάλω τά πράγματα, 2. δέν βολεῖ νά παντρευτοῦν, ὑπάρχει κώλυμμα λόγω συγγενείας.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Βολεῖ-βόλεσε γ´ πρόσ. ἔξεστι, ἐπιτρέπει ἡ θέσις, ὁ καιρός, ἔρχεται στὸ λογαριασμό. Φρ. δὲ μοῦ βολεῖ – δὲ μοῦ ᾿βόλεσε – ἂ ᾿σοῦ βολεῖ πάρτο – δὲ βολεῖ (ἐπὶ συνοικεσίων) δηλ. δὲν τὸ ἐπιτρέπει ὁ νόμος. ΚΝ.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.