βολή (η)
- άνεση, ευκολία. “Να κοιτάξεις τη βολή σου. Δεν είναι όλες οι δουλειές το ίδιο”.
- βολή πυροβόλου όπλου – Βαλαωρίτης, Αστραπόγιαννος, 58: “Κάλλιο στην πλάτη του χίλιες βολές”.
- το ρίψιμο της πέτρας. ως μέτρο μήκους. φράση: “μια βολή τόπος είναι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βολὴ /ἡ/ (εὐ-βολεῖ) = εὐχέρεια, ἄνεσις, εὐταξία.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βολὴ (βολὴ) τὸ ῥίψιμον μιᾶς πέτρας. Φρ. μιὰ βολητόπος = τῷ ἀλλαχόσε μιὰ τουφεκιὰ τόπος – μιὰ κουρσουνιά.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός