Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βολάκι (το)

τα βολάκια, τα χρήματα: “Από βολάκια πώς πάμε;” ή “Έχει την τσέπη του γιομάτη βολάκια”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βολάκ(ι) /τὸ/ (ὀβολὸς) = κέρμα μεταλλικόν, χρῆμα: «τὰ βολάκια».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.