βολάκι (το)
τα βολάκια, τα χρήματα: “Από βολάκια πώς πάμε;” ή “Έχει την τσέπη του γιομάτη βολάκια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βολάκ(ι) /τὸ/ (ὀβολὸς) = κέρμα μεταλλικόν, χρῆμα: «τὰ βολάκια».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης