Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βολά (η)

φορά (μια βολά …), μια κούπα κρασί. “Κάτσε να πιεις νια βολά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βολὰ /ἡ/ (βολή, φορὰ) = φορά, ἐποχή: «νιὰ βολὰ κι’ ἕναν καιρό», ἡ πλήρωσις ποτηρίου μὲ οἶνον: «δὲ σταματάει τς βολές».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Από την αρχαία βολή, με επίδραση του φορά (Ανδριώτης). Σε μας πασίγνωστη η φράση “μια βολά κρασί”. Και αρχή παραμυθιού “μια (ή νια από το μίνια) βολά κι ένα καιρό”.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Βολά = ἕνα ποτήρι κρασί, ἔλα νά πιοῦμε μιά βολά (ἔλα νά πιοῦμε ἕνα ποτήρι).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


«Νια βολά»: μία βολά = ένα κέρασμα κρασί, μια βολή εκ του ρ. βάλλω ή μια φορά. Συνήθης έκφραση: «βάλε νια βολά κρασί» = ρίξε μια βολή (ή φορά) κρασί.Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.