βογάρω
κωπηλατώ ομαδικά με συγχρονισμό των κωπηλατών σύμφωνα με ένα τραγούδι, κάποια βόγα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βογάρω (Ἰ. vogare) = ρυθμίζω τὸν χρόνον τῆς κωπηλασίας δι’ ἄσματος, κωπηλατῶ ὁμαδικῶς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης