Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βλησίδι (το)

αφθονία χρημάτων και προϊόντων.
“Εφέτος οι ελιές εκατεβάσανε βλησίδι καρπόν”, “Ο τάδε είναι σωστό βλησίδι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βλησίδ(ι) /τὸ/ (βλύζω, βλῆσις) = πηγὴ ἀστείρευτος, πακτωλός, ἀφθονία.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Βλησίδι: κεφάλαιο
Γλωσσάριο Ελένης Γράψα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.