βιζγάντι (το)
έμπλαστρο, που το ΄βαναν στην πλάτη των κρυολογημένων και το οποίο είχε την ιδιότητα να κολλάει τόσο καλά, ώστε όταν προσπαθούσαν να το βγάλουν, ξεκολλούσε συχνά και το δέρμα. Άλλωστε αυτό επιδίωκαν, γιατί στο μέρος εκείνο κατόπιν έκοβαν με ψαλίδι το δέρμα που ξεκολλούσε, κι έτσι “έτρεχαν τα υγρά του κρυολογήματος”, όπως έλεγαν. Επακολουθούσαν συνεχείς αλλαγές από τους λαϊκογιατρούς (κομπογιαννίτες) που έβαναν πάνω στην πληγή τώρα φύλλα σέσκλου ή πανί ποτισμένο με λάδι, για να γλυκαίνουν τον πόνο. (Λαϊκή Ιατρική της Λευκάδας, σελ 44).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βιζιγάντ(ι) /τὸ/ (Ἰ. vescicante) = ἐκδόριον, ἔμπλαστρον, βυζικάντι. βλ. καί σβιγάντι
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βιζιγάντι = ἔμπλαστρο πού τό κολλοῦν στό σῶμα γιά νά πάρει τόν πόνο, ἤ τό κρύο.