βίτσιο (το)
συνήθεια, ελάττωμα, ιδιορρυθμία.
Κατά κανόνα πρόκειται για κακές έξεις, βλαβερές για την υγεία μας. “Έχει αυτό το κακό βίτσιο, το τσιγάρο”. Βίτσιο είναι και το πολύ πιοτό. Υπάρχουν βίτσια που ανάγονται στην σφαίρα της σεξουαλικής ανωμαλίας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βίτσιο /τὸ/ (Ἰ. vizio) = ἐλάττωμα, κακὴ συνήθεια, κακὴ ἕξις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης