Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βίτσα

Βίτσα /ἡ/ (Σλ. Βίτσα, Ἰ. vessare) = μαστίγιον, βέργα, καμουτσίκι.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Συνώνυμο της βέργας. Λατινικά vitea, ρουμάνικα vita, σλάβικα vica, τουρκικό βέτσα. “λεπτόν και ευλύγιστον ραβδίον, χρησιμεύον ως μαστίγιον” (Δημητράκος) – “εργαλείο δασκάλου και γονέως”.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.