βίτσα-βίτσα 26 Δεκ, 2016 Β 0 Σχόλια 0 Βίτσα-βίτσα /ἐπίρ./ (Βικίον, Λ. vicia) = σκεῦος πλῆρες, γεμισμένος ξέχειλα.