βεργολυγάω
λυγίζω, όπως η λεπτή βέργα. “Μια κόρη βεργολυγερή … ”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βεργολ(υ)γάω (Ἰ. verga, Ἀλ. dρέγα-λυγόω) = λυγίζω ὅπως ἡ λεπτὴ βέργα, κάμπτομαι ἐδῶ κι’ ἐκεῖ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης