βερέμ(ι)κος -η -ο
Βερέμ(ι)κος -η -ο (Ἀ.Τ. βερὲμ) = ὁ ἀπὸ βερέμην προερχόμενος, κληροδοσία ἐξωτικοῦ, πρᾶγμα ἐκκειμένης κληρονομίας. (βερέμικος -η -ο)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Βερέμ(ι)κος -η -ο (Ἀ.Τ. βερὲμ) = ὁ ἀπὸ βερέμην προερχόμενος, κληροδοσία ἐξωτικοῦ, πρᾶγμα ἐκκειμένης κληρονομίας. (βερέμικος -η -ο)