βελανίδα (η)
το σημείο του ανθρωπίνου σώματος ανάμεσα στο μηρό και το υπογάστριο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βελανίδα /ἡ/ (βάλανος) = ἡ βουβωνικὴ χώρα, τὸ σημεῖον συναντήσεως μηροῦ καὶ ὑπογαστρίου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Η βουβωνκή χώρα, το μεταξύ μηρού και υπογαστρίου (Λάζαρης). Λέμε “μ΄πονεί η βελανίδα”. Από τη βάλανο, “το άκρο του ανδρικού μορίου”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης