βελάγκι (το)
ο καρπός της δρυός, και του πουρναριού (πρίνου), γνωστός ως βελανίδι.
Στα γιατροσοφικά χειρόγραφα το συναντάμε και ως βέλανον: “Τον βέλανον να τον κοπανήσεις και να τον βράσεις με ξίδι εις τρίτον, ωφελεί την ψώραν και λέπραν και εις σπυριά προσώπου” (βλ. Η Λαϊκή Ιατρική στη Λευκάδα, σελ 134).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βελάγκι /τὸ/ (βάλανος) = ὁ βαλανοειδὴς καρπὸς τοῦ πρίνου (πουρναριοῦ).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βελάγκι = καρπός τῶν κυπελοφόρων δέντρων (τό βελανίδι).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής