Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βελάγκι (το)

ο καρπός της δρυός, και του πουρναριού (πρίνου), γνωστός ως βελανίδι.
Στα γιατροσοφικά χειρόγραφα το συναντάμε και ως βέλανον: “Τον βέλανον να τον κοπανήσεις και να τον βράσεις με ξίδι εις τρίτον, ωφελεί την ψώραν και λέπραν και εις σπυριά προσώπου” (βλ. Η Λαϊκή Ιατρική στη Λευκάδα, σελ 134).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βελάγκι /τὸ/ (βάλανος) = ὁ βαλανοειδὴς καρπὸς τοῦ πρίνου (πουρναριοῦ).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Βελάγκι = καρπός τῶν κυπελοφόρων δέντρων (τό βελανίδι).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.