βελάδα (η)
το μαύρο επίσημο αντρικό ένδυμα: το φράκο. ειρωνικό, όταν φορούσε κανείς παλιά, σχισμένα ρούχα έλγαν: ‘Έβαλε τη βελάδα του … “.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βελάδα /ἡ/ (Ἰ. velada) = ἐπίσημον ἔνδυμα, ζακές, σακκάκι μαῦρο.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης