Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βδέλλα (η)

  1. υδρόβιο σκωλικοειδές, που πίνει το αίμα ζώων και ανθρώπων. Η βδέλλα χρησιμοποιούνταν απ΄ τους λαϊκογιατρούς για αφαιμάξεις  στα κρυολογήματα και στην πίεση. Τις προμηθεύονταν είτε κατευθείαν απ΄ τα βαλτόνερα, είτε από τα κουρεία. Στα παλιά κουρεία της Χώρας είχαν πάντα ένα δοχείο με νερό μέσα στο οποίο “σουλατσάριζαν” οι βδέλλες. Αυτές τις έπαιρναν οι ενδιαφερόμενοι και τις κολλούσαν στην πλάτη του αρρώστου κι αυτές φούσκωναν αίμα, κάνοντας κανονική αφαίμαξη. Σε εκείνους που είχαν πίεση μάλιστα τις κολλούσαν στο ριζαύτι. Τέλος, τις βδέλλες τις έβαναν και σε περιπτώσεις χτυπημάτων, από γκρέμισμα π.χ. πάνω στο μελανιασμένο μέρος “για να τραβήξει το “σκοτωμένο αίμα””. Σε χειρόγραφο γιατροσόφι του τέλους του ΙΖ΄ αι. (Θεοφ. Κατωπ. Η λαϊκή Ιατρική στη Λευκάδα, σελ 59) διαβάζομε: “Όταν πίει ο άνθρωπος αβδέλλες, βράσε ξύδι με το μέλι και δος του να πίει δύο και τρεις φορές και πάραυτα πέφτουσι”.  Μτφ: “Μας κόλλησε σαν βδέλλα και δεν εννοεί, ο χριστιανός μου, να φύγει”.
  2. ασθένεια θανατηφόρος των μηρυκαστικών ζώων.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βδέλλα /ἡ/ (βδέλλα, βδάλλω) = ὁ τελματόβιος μυζητικὸς σκώληξ ἀβδέλλα, ἡ νόσος τῶν μηρυκαστικῶν διστομίασις, κλαπάτσα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.