βαζασταρούδι
Βαζασταρούδι = τό κάθε θηλάζον μικρό πού μεγαλώνει μέ τό γάλα τῆς μάνας του.
(Σημείωση: Στο “Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος του Π. Κοντομίχη , στα “Τα Λευκαδίτικα” του Χρ. Λάζαρη και στα “Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα” του Δημήτρη Κατωπόδη, αναφέρεται ως βυζασταρούδι (το)