Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βαβά (η)

η γιαγιά, η βαβά. Στα χωριά επικρατέστερη είναι η προσφώνηση βαβά (η βαβά μου), στην πόλη, η προσφ. γιαγιά. Το βάβω σπανιότερο. “Και θά ‘ρθω πάλι, βάβω μου, να σ’ εύρω στη γωνία σου…” (Γερ. Γρηγ., “Επιστροφή στην ποίηση”, Αθ. 1980, σελ. 95)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


(Σλαβική/Σλοβένικη baba) μαμμή, γιαγιά

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Βαυβὰ ἡ προπάτωρ καὶ προμήτωρ. Τὸ ἀρσενικὸν παπούλης. Ἡ λέξις πιθανὸν παρήχθη ἐκ τοῦ βαυβάω (ἀποκοιμίζω), ὡ ἔθος τῶν γραιῶν τοῦ νὰ περιποιῶνται καὶ ἀποκειμίζωσι τὰ βρέφη, ὡς ἂν ἔλεγον «βαύβα» πλάγιασε. Παραπλησία βρεφικὴ λέξις εἶνε ἡ νενέ, ἐκ τοῦ νάνι νάνι· ἀλλὰ καὶ ἡ βαυβὰβαβὰ πιθανὸν ὅτι ἐσχηματίσθη ἐκ τῶν βα βα, βρεφικῶν ψελλισμάτων ὡς ἡ μαμὰ (μήτηρ) ἐκ τῶν μα μα.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός


 Βαβά, η: εκ του αναδιπλασιασμού του παιδικού φωνήματος βα-βά, εξ ου και βαβύζω (αγγλικ. Baby=παιδίον). Βα-βαβαί- βαβαιάξ, Lat: babae | βαβάκτης, βάβαξ: βαμβαίνω (Lat. babylas), βόμβος. (Ετυμ. Λεξ. Κλασ. Ελλάδος, Ε.RossWharton, Μεξικό 1882). Σε άλλες ελληνικές διαλέκτους απαντά το βάβω, μπάμπω = γιαγιά.Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.