βαστιέμαι
πιάνομαι από κάπου, αντέχω, υποφέρομαι (ή όχι), διατηρούμαι
“Αν δε βαστιόμουνα από το μάνταλο της πόρτας, θα ΄τρωγα τα μούτρα μου” – “βαστιέμαι αρκετά καλά”, δηλ. από υγεία είμαι καλά. “Αυτά τα παιδιά δε βαστιώνται, μας τρελλάνανε απ΄ τις φωνές” – “Α-κειό δε βαστιέσαι βλέπω”, δηλ. είσαι πολύ ανυπόμονος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
καί βαστάω