βαρ(υ)γομάω
βαρυγομάω
έχω παράπονο, αγανακτώ, δυσφορώ: “Μη μου βαρ΄γομάς” – “Έχω μεγάλη βαρ΄γόμια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαρ(υ)γομάω (βαρὺς-γομόω, γνώμη;) = παραπονοῦμαι, δυσφορῶ κατά τινος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βαργομάω (βαρυγνωμῶ) βαρυθυμῶ. φρ. νὰ μὴ βαργωμήσῃς – Ἂ᾿ δὲν ἔρτῃς θὰ βαργωμήσω.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός