Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βάρσαμος (ο)

φυτό ευώδες, κοινώς βάλσαμο.
Γνωστό και κατά την αρχαιότητα “ως γενικόν φάρμακον”.
Μτφ: καθετί που μας αλαφρύνει τους πόνους και τις θλίψεις.
Θεραπευτικά: Όταν είχαν πόνους στην κοιλιά έβραζαν βάρσαμο με μέντα και αλιφασκιά και περνούσε. Μοιρολόγι: “Βάλτε στον πάτο βάρσαμο / στις πάντες μαντζουράνα / και στην κορφή αμάραντο / μην ξεραθεί το χώμα” (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βάρσαμο /τὸ/ = τὸ εὐῶδες φυτν βάλσαμον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.