Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βαρώ

  1. χτυπώ κάποιον ή ο ίδιος χτυπώ εξ απροσεξίας: “σκόνταψα και βάρεσα”.
  2. Μτφ.: παίζω το όργανό μου: “βαρώ τη φλογέρα μου” κι ακόμα “βαράει την καμπάνα” – “Η κοιλιά μου βαράει τ΄ άργανο” = πεινάω πολύ – “Η φιλαρμονική βαράει στην πλατεία” – ” Το πιοτό με βάρεσε στο κεφάλι”, ο τεμπέλης “βαράει ή χαύτει μύγες” – Επίσης: “Τι σου βαρεί να το κάμεις;”, δηλ. τι θα πάθεις να το κάμεις.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βαρῶ (βάρος, βαρύς, Ἀλ. bαρρὸj) = πλήσσω, κτυπῶ ἄλλον, ὑφίσταμαι πλῆγμα ὁ ἴδιος ἐξ ἀπροσεξίας ἢ ἀτυχίας. «ἔπεσα κι’ ἐβάρεσα».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.