Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βαρέλλα (η)

  1. Ξύλινο βυτίο μικρού μάλλον μεγέθους μέσα στο οποίο οι κοπέλλες του χωριού μετέφεραν νερό από τη βρύση ή τα πηγάδια.
  2. Μέτρο χωρητικότητας υγρών (οκάδες 52).
  3. Γυναίκα παχύσαρκη

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βαρέλλα /ἡ/ (Ἰ. barile) = ξύλινον βυτίον μετρίου μεγέθους πρὸς μεταφορὰν ἢ διατήρησιν ὕδατος εἰς τὸ σπίτι, ἐνετικὸν μέτρον χωρητικότητος ὑγρῶν (52 ὀκάδες).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Βαρέλα = 1. μέτρο ὑγρῶν πού ἰσοῦται μέ 54 ὀκάδες, 2. ἐπίμηκες μικρό βαρελάκι γιά τήν μεταφορά τοῦ πόσιμου νεροῦ στό σπίτι.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.