βαρδάτσα (η)
ποικιλία μεγάλου δαμάσκηνου, σε πράσινο χρώμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαρδάτσα /ἡ/ (Ἰ. verdezza) = εἶδος εὐμεγέθους δαμασκήνου πρασίνης ἀποχρώσεως, ρεγκλότο.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης