Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βαρδάρω

μεριάζω, κάνω στην πάντα να περάσει κάτι ή κάποιος: “βάρδα να περάσει το κάρο”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βαρδάρω (Ἰ. guardare) = παραμερίζω, προφυλάσσομαι, προσέχω. «βάρδα νὰ διαβῇ τὸ μλάρ».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.