βαρδάρι
- Ξύλινο εξάρτημα στην αλεστική μηχανή νερόμυλων – ανεμόμυλων. Είναι ένα σκληρό “ξυλάκι” που περισσεύει κάτω από το καρίκι (=μικρό ξύλινο κουτί), που ρυθμίζει να πέφτει το σιτάρι από την κοφινάδα (=μεγάλο ξύλινο πυραμοειδής σκεύος, που μέσα ρίχνουν τον προς άλεση καρπό) λίγο λίγο στα λιθάρια. Το βαρδάρι χτυπάει ρυθμικά και μονότονα πάνω στο περιστρεφόμενο μυλολίθαρο. Κι αυτό ενοχλούσε μερικούς. Εξ ου και η παροιμία “Όποιος δε θέλει ν΄ ακούει το βαρδάρι, δεν πάει στο μύλο”.
- (μτφ) Ο φορτικός, ο σχληρός. “Φύγε, χριστιανέ μου, που μου έγινες βαρδάρι”.
και παρδαρί
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαρδάρι /τὸ/ (Τ. bαρdὰρ) = παράσιτος, φορτικός, ἐπαχθής, ὀχληρός. «μ’ γίνκε βαρδάρι».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης