βάραγγας (ο)
η κλίση του εδάφους, τέτοια που να κρατάει ολοχρονίς πολλά νερά. (αρχ. φάραγξ: φαράγγι, φάραγγας) – Λόμπος, λάκκος.
Ο βάραγγας χρησίμευε κυρίως στο πότισμα των ζώων καθ΄ οδόν προς τα κτήματα ή στην επιστροφή, αλλά και για το φκιάσιμο ορισμένων φυτοφαρμάκων επί τόπου, πχ το χαλκό για ράντισμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βάραγκας /ὁ/ (φάραγξ) = ἐδαφικὸν χάσμα, βύθισμα, λάκκος βαθύς.
Βάραγγας = βαθούλωμα ποταμῶν πού σχηματίζεται ἀπ᾿ τήν πτώση νερῶν, λέγεται καί λόμπος λάκκος (βαθούλωμα ποταμοῦ).
Βάραγγας, § βαθὺ χάσμα, ἔνθεν συμβαίνει δίνη ποταμίων ὑδάτων.
Σημ. Ἐκ τοῦ φάραγος. Οἱ ἀρχ. Μακεδόνες ἔλ. Βίλιππος ἀντὶ Φίλιππος χρώμενοι ἐν πολλοῖς τῷ β ἀντὶ τοῦ φ.