Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βάραγγας (ο)

η κλίση του εδάφους, τέτοια που να κρατάει ολοχρονίς πολλά νερά. (αρχ. φάραγξ: φαράγγι, φάραγγας) – Λόμπος, λάκκος.
Ο βάραγγας χρησίμευε κυρίως στο πότισμα των ζώων καθ΄ οδόν προς τα κτήματα ή στην επιστροφή, αλλά και για το φκιάσιμο ορισμένων φυτοφαρμάκων επί τόπου, πχ το χαλκό για ράντισμα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βάραγκας /ὁ/ (φάραγξ) = ἐδαφικὸν χάσμα, βύθισμα, λάκκος βαθύς.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Βάραγγας = βαθούλωμα ποταμῶν πού σχηματίζεται ἀπ᾿ τήν πτώση νερῶν, λέγεται καί λόμπος λάκκος (βαθούλωμα ποταμοῦ).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Βάραγγας, § βαθὺ χάσμα, ἔνθεν συμβαίνει δίνη ποταμίων ὑδάτων.

Σημ. Ἐκ τοῦ φάραγος. Οἱ ἀρχ. Μακεδόνες ἔλ. Βίλιππος ἀντὶ Φίλιππος χρώμενοι ἐν πολλοῖς τῷ β ἀντὶ τοῦ φ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.