βαμμένος -η -ο
- ο φαντασμένος, ο πικρόχολος, ο αιμοβόρος. “Είναι βαμμένος άνθρωπος και αγύριστο κεφάλι”
- βαμμένα χαρακτηρίζονται τα γεωργικά εργαλεία κ.α. σιδερικά, που, αφού τα πυράκτωναν καλά στο καμίνι οι σιδηρουργοί (χάβροι), τα εβάπτιζαν κατόπιν σε κρύο νερό για να ατσαλώσουν (=σκληρύνουν). το βάψιμο των εργαλείων παλιότερα λεγόταν και βούλωμα (το).