βαλτώνω
- βυθίζομαι σε βαλτώδες έδαφος
- μτφ περιέρχομαι σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση. “Εβάλτωσα στα χρέη”, “βαλτώσαμε” = είμαστε σε αδιέξοδο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαλτώνω (Σλ. Bόλτο, Ἀλ. bάλτι -α, bάλjτε -α) = βυθίζομαι εἰς τέλμα, ἐμπίπτω εἰς βόρβορον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης