Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βαλτώνω

  1. βυθίζομαι σε βαλτώδες έδαφος
  2. μτφ περιέρχομαι σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση. “Εβάλτωσα στα χρέη”, “βαλτώσαμε” = είμαστε σε αδιέξοδο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βαλτώνω (Σλ. Bόλτο, Ἀλ. bάλτι -α, bάλjτε -α) = βυθίζομαι εἰς τέλμα, ἐμπίπτω εἰς βόρβορον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.