Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βαλαώρα (η)

ογκώδες φορτίο.
“Φόρτωσε το κάρρο με σανό, κι έχει μια βαλαώρα…, φοβάμαι μήπως μπατάρει”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βαλαώρα /ἡ/ (Ἰ. vallore) = ὄγκος ἢ ὕψος φορτίου, ποσότης.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ένα Σχόλιο

  1. Βαλαώρα είναι ανηφορική και πετρώδης έκταση γης. Στην Άρτα, για παράδειγμα,βαλαώρα λένε όλη την πετρώδη και κακοντράχαλη ανηφορική περιοχή που εφάπτεται στη βάση της με την πεδινή έκταση της πόλης. Και οι δυο αυτές εκτάσεις είναι σήμερα πυκνοκατοικημένες και συναποτελούν την πόλη της Άρτας.
    Ακόμα και σε άλλα ορεινά χωριά της Άρτας υπάρχει το όνομα βαλαώρα για τέτοιες κακοντράχαλες εκτάσεις γης γύρω από αυτά. Ως παράδειγμα αναφέρω το χωριό Μεγαλόχαρη που έχει κι αυτό τη δική του ” βαλαώρα”, ως τοποθεσία.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.