βαλαντώνω
Στενοχωρώ -μαι. Το χρησιμοποιούμε πολύ (χωρίς να είναι δικό μας.
Ίσως από το αρχαίο βαλ(λ)άντιον. Η γραφή με δύο λλ, νεότερη. Ο Μπαμπινιώτης πιθανολογεί “Η σημασιολογική μεταβολή της λέξης, οφείλεται στη στενοχώρια που προκαλούν οι οικονομικές δυσχέρειες, δηλ. η έλλειψη βαλλαντίου.”.
Στα Επτάνησα πάντως έχει ευρύτερη σημασία αν κρίνουμε από το Ζακυνθινό “Κύμινο, κύμινο, κύμινο, μας βαλλάντωσε / αυτό το μαντολίνο πολύ μας σκλάβωσε”. Το βαλλάντωμα εδώ σημαίνει ερωτική κατάσταση, στενόχωρη. Ο Κρυστάλλης στο “νεραϊδόπαιδα” 27, γράφει σχετικά: “Κι εμένα με βαλάντωσε / με μάραν΄ η αγάπη”.