βαγενάς (ο)
ο τεχνίτης που φκιάνει βαγένια.
Στον πληθ. βαγενάδες = οι πλανόδιοι Ηπειρώτες βαγενοποιοί, που τα καλοκαίρια γύριζαν από χωριό σε χωριό “παρέες-παρέες” και επισκεύαζαν τα βαγένια, μικρά κσι μεγάλα του χωριού, κατ΄ αποκοπήν πάντα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαγενᾶς /ὁ/ (Ἰ. vagello, vagone) = βυτιοποιός, βαρελλᾶς, κατασκευαστὴς ξυλίνων βαρελίων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης