Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βαγενάς (ο)

ο τεχνίτης που φκιάνει βαγένια.
Στον πληθ. βαγενάδες = οι πλανόδιοι Ηπειρώτες βαγενοποιοί, που τα καλοκαίρια γύριζαν από χωριό σε χωριό “παρέες-παρέες” και επισκεύαζαν τα βαγένια, μικρά κσι μεγάλα του χωριού, κατ΄ αποκοπήν πάντα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βαγενᾶς /ὁ/ (Ἰ. vagello, vagone) = βυτιοποιός, βαρελλᾶς, κατασκευαστὴς ξυλίνων βαρελίων.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.