Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τζοραμάνης (ο)

ο μεγαλόσωμος, ο γενναίος.
το θηλυκό τζοραμάνω = η γυναίκα η δυνατή και μεγαλόσωμη – και λίγο αθυρόστομη – που “δέρνει κιόλας”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.