Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τζόρα (η) και τζοριά

  1. ρόπαλο, χοντρή βέργα. “Θα σε πιάσω με τη τζόρα και θα σε μάθω εγώ γράμματα”
  2. μτφ.: “Είσαι τζόρας”. δηλ. είσαι αμαθής, ανεπίδεκτος μαθήσεωςκαι Τζόρια = χτύπημα με τη τζόρια

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τζόρα /ἡ/ (ὄζος, ὀζηρὸς -ὰ) = ρόπαλον μὲ σφαιροειδὲς ἄκρον, ὁζώδης ράβδος.

Τζοριὰ /ἡ/ (ὄζος, ὀζηρὸς -ειος) = πλῆγμα διὰ ροπάλου, ραβδισμός.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


(η) βέργα ή “οζώδης ράβδος” (Λάζαρης) γιατί έχει ρόζους (όζους). Ένα τέτοιο κλαδί ελιάς, συνήθως αγριελιάς, με ρόζους, χρησιμοποιούσαν οι παλιοί δάσκαλοι για τις παλάμες των ανεπίδεκτων ή ανήσυχων μαθητών ως τιμωρία και σωφρονισμό. Μεταφορικά η λέξη σημαίνει και τον ανεπίδεκτο μαθήσεως μαθητή (τζόρας) που χρειάζεται τζόρα, ξύλο δηλαδή.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


 Τζόρα (τό) = μπαστούνι τῶν βοσκῶν.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.