τζόκος (ο)
το αντρικό όργανον, ο φαλλός. φράση υβριστική: “στο τζόκο μου …”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζόκος /ὁ/ (Τ. τσúκ, Ἰ. zugo) = ὁ φαλλός, τὸ ἀνδρικὸν πέος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το αντρικό όργανον, ο φαλλός. φράση υβριστική: “στο τζόκο μου …”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζόκος /ὁ/ (Τ. τσúκ, Ἰ. zugo) = ὁ φαλλός, τὸ ἀνδρικὸν πέος.