τζιτζ(ι)λομύτης
Τζιτζ(ι)λομύτης /ὁ/ (Ἰ. gentile-μύτη) = ψηλομύτης, δυσκολόγουστος, ἰδιότροπος εἰς τὰς ὀρέξεις.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τζιτζ(ι)λομύτης /ὁ/ (Ἰ. gentile-μύτη) = ψηλομύτης, δυσκολόγουστος, ἰδιότροπος εἰς τὰς ὀρέξεις.