τζιγέρια (τα)
στον πληθυντικό: τα σπλάχνα του ανθρώπου.
“Μου έπρηξε τα τζιγέρια μου αυτός ο χριστιανός”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζι(γ)έρι /τὸ/ (Τ. τζιγὲρ) = συκῶτι, σπλάγχνον, ἐντόσθιον: «μὤπρηξε τὰ τζιέρια».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης