Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τζιγέρια (τα)

στον πληθυντικό: τα σπλάχνα του ανθρώπου.
“Μου έπρηξε τα τζιγέρια μου αυτός ο χριστιανός”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τζι(γ)έρι /τὸ/ (Τ. τζιγὲρ) = συκῶτι, σπλάγχνον, ἐντόσθιον: «μὤπρηξε τὰ τζιέρια».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.