τζάρκος (ο)
τόπος περιφραγμένος που έκλειναν μέσα τα αρνοκάτσικα κατά την εποχή του θηλασμού τους. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα κατσίκια ή αρνιά που προορίζονται για τον οβελία του Πάσχα. Αυτά τα βάνουν κάτω από μια κόφα, μετά το θηλασμό τους, για να μη τρέχουν και χοροπηδούν και αδυνατίζουν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζάρκος /ὁ/ (ζῶον-ἕρκος; Ἰ. cerchia) = περίφραγμα ἀπομονώσεως τῶν θηλαζόντων ἀμνῶν ἢ ἐριφίων κατὰ τὰς ὥρας βοσκῆς τοῦ ποιμνίου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τζάρκος = καλύβι πού ἀπομονώνουν τά ἀμνοερίφια στό διάστημα πού θηλάζουν.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
βλ. και ζάρκος