τζάντζαλο
παλιά και μισοφθαρμένα πράγματα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζάντζαλο /τὸ/ (Ἀρμεν. ζάντζαλος) = ῥάκος, περίτριμμα, ξεσκλίδι, ἱματισμὸς ἐφθαρμένος καὶ ῥυπαρός. βλ και τσάνταλο
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Αυτή η πολύ γνωστή σε μας λέξη είναι μεσαιωνική και σημαίνει σκουπίδι, κουρέλι.
Ο Σκαρλάτος – Βυζάντιος λέγει πως “σε χρήση και προ του 1200 μετά Χριστό η λέξη”, λεγόταν για ευτελή πράγματα. Ο Ανδριώτης παραπέμποντας στον Μ. Τριανταφυλλίδη, το σχετίζει με το ιταλικό cencio, που θα πει κουρέλι.
Ο γραφικός των ημερών μας Γληγόρης Σπερτόζος, όταν ήθελε να χαρακτηρίσει ευτελή και ανόητα τα λόγια κάποιου, τα ονόμαζε τζιριτζάντζολες. Σ΄ άλλη περίπτωση η λέξη (τζιριτζάντζολες) σημαίνει και νάζια.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης