τζα
- λέξη που χρησιμοποιείται σε νηπιακά παιχνίδια ή χαϊδολογήματα: “κάμε μου τζα”
- βέβαια, ναι. “ήρθε τζα κι ο γιος της και έδωσε λόγο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζὰ (Ἰ. gia, Σ. za, Γλ. deja) = ἤδη, βεβαίως, μάλιστα: «ἐβάλανε τζὰ καὶ βέρες».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης