τυλιγάδι (το)
ξύλινο διχαλωτό στις δύο άκρες του ραβδιού – το λένε και φουρκέτα – στο οποίο τυλίγουν το νήμα από τα αδράχτια. Το γνέμα που μαζεύεται μ΄ αυτό τον τρόπο, από διχάλα σε διχάλα, το λένε ματσέτα, κούκλα ή φκερωσά. βλ. τηλιγάδι
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τυλιγγάδι ξυλίνη ῥάβδος δίκρανος ἔχουσα περὶ τὴν ἑτέραν ἄκραν πασσαλίσκον δι᾿ ἧς τυλίσσουσι τὰ νήματα.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός