τσουρμώνω
περιτριγυρίζω κάποιον μαζί με άλλους.
“Με τσουρμώσανε οι γύφτοι” – “Μας ετσουρμώσανε οι μύγες” – “Μας ετσουρμώσανε τα σκυλιά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσουρμώνω (Ἰ. ciurmare) = συγκεντροῦμαι πέριξ τινὸς ἢ ἐπί τινος, ἐπιπίπτω κατά τινος ὁμαδικῶς: «τὸν ἐτσουρμώσαν’ ἡ μῦγες».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης