τσουράπι (το)
- χοντρή μάλλινη κάλτσα
- τσουράπω = η ζωηρή και ελεύθερη κοπέλα. “Είδες τι μας έκανε η παλιοτσουράπω;” – Μωρή τσουράπωωω!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσουράπια = χοντρές μάλλινες πλεχτές κάλτσες.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής