Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσουράπι (το)

  1. χοντρή μάλλινη κάλτσα
  2. τσουράπω = η ζωηρή και ελεύθερη κοπέλα. “Είδες τι μας έκανε η παλιοτσουράπω;” – Μωρή τσουράπωωω!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Τσουράπια = χοντρές μάλλινες πλεχτές κάλτσες.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.