τσούπι (το)
η γωνιά του τοίχου του σπιτιού.
Τσούπια του σπιτιού = οι 4 γωνίες των εξωτερικών πλευρών των τοίχων. Στις 4 γωνίες αυτές, κατά το δωδεκαήμερο, σκορπούν στάχτη για να φεύγουν τα παγανά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσοῦπ(ι) /τὸ/ (Ἰ. ciuffo, Ἀλ. τσούπ-ι) = τὸ ἀέτωμα τῆς οἰκοδομῆς, ἡ κορυφαία γωνία τοῦ τοίχου ἑκατέρας τῶν στενωτέρων πλευρῶν τῆς οἰκοδομῆς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
τσούπι (τό): ἴδε ἀτζούπιο.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου