Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσούμπος (ο)

κούτσουρο, απόκομμα χοντρού κλαδιού ή κορμού δέντρου

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσοῦμπος /ὁ/ (Ἰ. ceppo) = κεκομμένον στέλεχος χονδροῦ κλάδου ἢ δένδρου (τύμβος) = προεξοχὴ πράγματος, ἔξαρσις τοῦ ἐδάφους, μικρὸν ὕψωμα.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.