τσούμπος (ο)
κούτσουρο, απόκομμα χοντρού κλαδιού ή κορμού δέντρου
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσοῦμπος /ὁ/ (Ἰ. ceppo) = κεκομμένον στέλεχος χονδροῦ κλάδου ἢ δένδρου (τύμβος) = προεξοχὴ πράγματος, ἔξαρσις τοῦ ἐδάφους, μικρὸν ὕψωμα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης