Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσουμπές (ο)

επενδυτής νυφικός της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς, “ρωμαίικα“, που σκεπάζει ώμους και πλάτες, κατεβαίνει ως κάτω και σέρνεται απλωτός με καλοσιδερωμένες πιέτες (κανάλια).
Είναι ανοιχτός μπροστά. Τον τσουμπέ της νύφης κατά τη συνοδεία τον βαστάνε πίσω δύο σερνικά παιδιά και για να μη λερώνεται, αλλά και για να κάμει η νύφη σερνικά. Ο τσουμπές είναι ολοκέντητος στα πλάγια και στις πλάτες. Πάντα από μεταξωτό ύφασμα σε χρώμα: τριανταφυλλί, κόκκινο, μελιτζανί, καναρινί, ουρανί, θαλασσί, και σπανιότερα μαύρο και άσπρο.
Καταγράφομε μερικές περιπτώσεις από προικοσύμφωνα:
“Τσυμπές από ορλεάν μαύρο” στη Χώρα, συμβολ. Ι. Κατηφόρης – 1851, Νο 176.
“Ένα τσουμπέ άσπρο χρυσόν”, συμβολ. Ζαχ. Ζαμπέλης, 1805
“Τσουμπές καναρινό γουαρνίδος“, του ιδίου, 1820”
“Έτερον φόρεμα μετ τον τσουμπέν του”, του ιδίου, 1821, στη Χώρα
Συμβολ. Κ. Σταύρακας, 1825, χωριό Πόρος: “Τσουμπές δαμασκηνός, γαλάζιος με χρυογάιτανα”.
(Η λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά, σελ. 89-90).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσ(ου)μπὲς /ὁ/ (Τ. δζυμπέ, Σ. dznbe) = στοιχεῖον τῆς ἐγχωρίας πολυτελοῦς γυναικείας ἀμφιέσεως καλῦπτον μόνον τὸ ἄνω μέρος τῶν βραχιόνων, τοὺς ὤμους καὶ τὰ νῶτα, πολύπτυχον ὑπὸ τὴν ὀσφὺν καὶ ποδῆρες.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.